- στεαψίνη
- η, Ν(βιοχ.) λιπολυτικό ένζυμο τού πεπτικού υγρού πολλών ζώων συμπεριλαμβανομένου τού παγκρεατικού υγρού τών σπονδυλοζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steapsin < στέαρ «λίπος» + -psin (κατά το pepsin)].
Dictionary of Greek. 2013.